Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ μὴ προμαϑεῖν

См. также в других словарях:

  • προμαθεῖν — προμανθάνω learn beforehand aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμανθάνω — Α 1. μαθαίνω προηγουμένως 2. (στον αόρ.) προέμαθον γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», Πίνδ.) 3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»